βαμπιρισμός

βαμπιρισμός
ο
σαδιστική σεξουαλική παρέκκλιση, κατά την οποία ενεργεί διεγερτικά ή λείξη αίματος από τραύματα που προκαλούνται στον σεξουαλικό σύντροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. vampirism < vampire (πρβλ. βαμπίρ) + (κατάλ.) -ism (πρβλ. -ισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεκροφιλία — η (ψυχιατρ.) γενετήσια διαστροφή που συνίσταται στην ικανοποίηση τής σεξουαλικής επιθυμίας με πτώματα, αλλ. βαμπιρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophilia < necro (< νεκρός) + philia (< φιλία < φίλος < φίλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”